Δείτε επίσης: συστημικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συστηματικός η συστηματική το συστηματικό
      γενική του συστηματικού της συστηματικής του συστηματικού
    αιτιατική τον συστηματικό τη συστηματική το συστηματικό
     κλητική συστηματικέ συστηματική συστηματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συστηματικοί οι συστηματικές τα συστηματικά
      γενική των συστηματικών των συστηματικών των συστηματικών
    αιτιατική τους συστηματικούς τις συστηματικές τα συστηματικά
     κλητική συστηματικοί συστηματικές συστηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συστηματικός < σύστημα < συνίστημι < συν + ίστημι

  Επίθετο επεξεργασία

συστηματικός, -ή, -ό

  1. αυτός που έχει οργάνωση, τάξη, σύστημα, ο οργανωμένος και τακτικός που ενεργεί με σχεδιασμό και όχι αυθόρμητα, παρορμητικά ή τυχαία
    είναι προσεκτικός και συστηματικός, δεν είναι ανοργάνωτος να πιάνει και να αφήνει ατελείωτες δουλειές, δουλεύει με σύστημα
    είναι συστηματική γυναίκα (αλλά "συστημική βλάβη" για μια πάθηση του οργανισμού ή στο δίκτυο ύδρευσης ή στην ψυχανάλυση)
  2. κάτι που γίνεται συχνά, επαναλαμβάνεται
    με ενοχλεί συστηματικά (το έχει κάνει σύστημα να ενοχλεί τους άλλους)

  Μεταφράσεις επεξεργασία