συνταξιούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνταξιούχος < σύνταξι(ς) + -ούχος
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνταξιούχος αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει βγει στη σύνταξη, που έχει πάρει σύνταξη
Συγγενικά επεξεργασία
- χαμηλοσυνταξιούχος
- → δείτε τη λέξη σύνταξη