Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεκτικός η συνεκτική το συνεκτικό
      γενική του συνεκτικού της συνεκτικής του συνεκτικού
    αιτιατική τον συνεκτικό τη συνεκτική το συνεκτικό
     κλητική συνεκτικέ συνεκτική συνεκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεκτικοί οι συνεκτικές τα συνεκτικά
      γενική των συνεκτικών των συνεκτικών των συνεκτικών
    αιτιατική τους συνεκτικούς τις συνεκτικές τα συνεκτικά
     κλητική συνεκτικοί συνεκτικές συνεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεκτικός < συνέχω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ne.ktiˈkos/
ΔΦΑ : /si.ne.ktiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /si.ne.ktiˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

συνεκτικός, -ή, -ό

  1. που έχει συνοχή
    συνεκτικός λόγος
  2. που προσδίδει συνοχή
    συνεκτικός παράγοντας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία