Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεκδοχή οι συνεκδοχές
      γενική της συνεκδοχής των συνεκδοχών
    αιτιατική τη συνεκδοχή τις συνεκδοχές
     κλητική συνεκδοχή συνεκδοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεκδοχή < συν- (=επιπλέον) + εκδοχή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνεκδοχή θηλυκό

  1. η ερμηνεία μιας λέξης με διευρυμένη ή πλατύτερη ερμηνεία από την πραγματική της εκδοχή (ειδικό προς γενικό)
    «ο Έλληνας έχει φιλότιμο» αντί να ειπωθεί «οι Έλληνες έχουν φιλότιμο»
  2. η ερμηνεία μιας λέξης με στενότερη έννοια από την πραγματική της εκδοχή (γενικό προς ειδικό)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία