Δείτε επίσης: συνοίδησις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
συνειδησι-, συνειδησε-
ονομαστική συνείδησῐς αἱ συνειδήσεις
      γενική τῆς συνειδήσεως τῶν συνειδήσεων
      δοτική τῇ συνειδήσει ταῖς συνειδήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συνείδησῐν τὰς συνειδήσεις
     κλητική ! συνείδησῐ συνειδήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνειδήσει
γεν-δοτ τοῖν  συνειδησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνείδησις < θέμα συν-ειδ- όπως στο συνειδέναι του σύνοιδα + -ησις.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + εἴδησις.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνείδησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. συνείδηση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία