Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναρπάζω < αρχαία ελληνική συναρπάζω < συν- + ἁρπάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.naɾˈpa.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

συναρπάζω (παθητική φωνή: συναρπάζομαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία