Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναισθησία οι συναισθησίες
      γενική της συναισθησίας των συναισθησιών
    αιτιατική τη συναισθησία τις συναισθησίες
     κλητική συναισθησία συναισθησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναισθησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική synesthésie < αρχαία ελληνική συναίσθησις + -ία.[1][2] Δείτε συν-, αἴσθησις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συναισθησία θηλυκό

  1. (νευρολογία) νευρολογική κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται ανάμειξη των αισθήσεων, για παράδειγμα όταν όταν ο εγκέφαλος αποδίδει ένα συγκεκριμένο ήχο σε μια οσμή
  2. (μεταφυσική) μεταφορά αισθήσεων-βιωματικότητας σε διαφορετικό άτομο

Εκφράσεις επεξεργασία

  • (λογοτεχνία) σχήμα συναισθησίας: λογοτεχνικό σχήμα λόγου κατά το οποίο έχουμε συμφυρμό δύο αισθήσεων
    ※  Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκή θωριά της, / στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της (Διονύσιος Σολωμός, Κρητικός, 3(20), 13)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. συναισθησία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.