Δείτε επίσης: συνενωτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναινετικός η συναινετική το συναινετικό
      γενική του συναινετικού της συναινετικής του συναινετικού
    αιτιατική τον συναινετικό τη συναινετική το συναινετικό
     κλητική συναινετικέ συναινετική συναινετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναινετικοί οι συναινετικές τα συναινετικά
      γενική των συναινετικών των συναινετικών των συναινετικών
    αιτιατική τους συναινετικούς τις συναινετικές τα συναινετικά
     κλητική συναινετικοί συναινετικές συναινετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναινετικός < συναινώ < αρχαία ελληνική συναινέω / συναινῶ

  Επίθετο επεξεργασία

συναινετικός

  • που γίνεται με συναίνεση όλων των ενδιαφερομένων
συναινετικό διαζύγιο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία