Δείτε επίσης: συνένωση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναίνεση οι συναινέσεις
      γενική της συναίνεσης* των συναινέσεων
    αιτιατική τη συναίνεση τις συναινέσεις
     κλητική συναίνεση συναινέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συναινέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναίνεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συναίνε(σις) + -ση[1] < αρχαία ελληνική / συναινῶ. Δείτε και αίνος, αἶνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈne.ne.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ναί‐νε‐ση
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐αί‐νε‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συναίνεση θηλυκό

  1. συγκατάθεση, αποδοχή
    το παιδί άλλαξε σχολείο έπειτα από υπόδειξη των διδασκόντων και με τη συναίνεση των γονέων
  2. (σε συλλογικά σώματα) η ύπαρξη μιας ευρείας αποδοχής, πολύ ανώτερης από τη συνήθη πλειοψηφία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία