Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμφέρω < αρχαία ελληνική συμφέρω

  Ρήμα επεξεργασία

συμφέρω

  1. είμαι προς το συμφέρον κάποιου, είμαι ωφέλιμος
    δεν μας συμφέρει η πρότασή σας
  2. (απρόσωπο) είναι καλύτερο να, είναι ωφέλιμο να
    συμφέρει να κόψουμε δρόμο από εδώ

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμφέρω < σύν + φέρω

  Ρήμα επεξεργασία

συμφέρω

  1. συγκεντρώνω, φέρνω μαζί
  2. φέρνω ωφέλεια, συμφέρω
  3. συμφωνώ με κάποιον
  4. ταιριάζω

Συγγενικά επεξεργασία