συμφέρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμφέρω < αρχαία ελληνική συμφέρω
Ρήμα επεξεργασία
συμφέρω
- είμαι προς το συμφέρον κάποιου, είμαι ωφέλιμος
- δεν μας συμφέρει η πρότασή σας
- (απρόσωπο) είναι καλύτερο να, είναι ωφέλιμο να
- συμφέρει να κόψουμε δρόμο από εδώ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
συμφέρω