Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συμπόσιο τα συμπόσια
      γενική του συμποσίου
συμπόσιου
των συμποσίων
    αιτιατική το συμπόσιο τα συμπόσια
     κλητική συμπόσιο συμπόσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Συμπόσιο, σκηνή από κρατήρα, ζωγράφος Νικίας, περ. 420 π.Χ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπόσιο < αρχαία ελληνική συμπόσιον < σύν + πόσις < πίνω (3. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική symposium)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπόσιο ουδέτερο

  1. (στην αρχαιότητα) συνάντηση σε κάποιο σπίτι που περιλάμβανε συχνά, εκτός από το φαγητό και την οινοποσία, ψυχαγωγικά θεάματα και συζήτηση για κάποιο φιλοσοφικό θέμα
  2. (επίσημο) γεύμα με πληθώρα συνδαιτυμόνων και ποικιλία φαγητών, επ’ ευκαιρία κάποιου σημαντικού ευχάριστου γεγονότος
  3. επιστημονική συνάντηση ειδικών σε κάποιο θέμα, συνέδριο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία