Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπιέζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπιέζω < συμ- + πιέζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sim.biˈe.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπι‐έ‐ζω
παλιότερος συλλαβισμός: συμ‐πι‐έ‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

συμπιέζω, αόρ.: συμπίεσα, παθ.φωνή: συμπιέζομαι, π.αόρ.: συμπιέστηκα/-θηκα, μτχ.π.π.: συμπιεσμένος

  1. πιέζω και μειώνω τον όγκο υλικού
    Τα φρούτα συμπιέζονται ώστε να εξαχθεί ο χυμός τους.
  2. (μεταφορικά) ασκώ πίεση με δράσεις και μεθόδους για να μειώσω επιπτώσεις
    Όσο συμπιέζονται τα εισοδήματα, τόσο λιγότερες ανάγκες καλύπτονται.
  3. (μεταφορικά, για ανθρώπους) στριμώχνω, πιέζω μεταξύ δυνάμεων ή προτεραιοτήτων
    Έχω γίνει σάντουιτς. Συμπιέζομαι ανάμεσα στις ανάγκες των παιδιών, της γυναίκας μου, του άρρωστου πεθερού μου, των απαιτήσεων της δουλειάς μου... πρέπει να τρέχω εγώ για όλους -δε μένει τίποτα για εμένα

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συν και πιέζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπιέζω < συμ- + πιέζω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: συμπιέζω

  Ρήμα επεξεργασία

συμπιέζω, παθητική διάθεση: συμπιέζομαι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία