Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπαθώ < αρχαία ελληνική συμπαθέω / συμπαθῶ < συμπαθής < σύν + πάσχω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sim.baˈθo/

  Ρήμα επεξεργασία

συμπαθώ

  1. αισθάνομαι ή εκφράζω συμπάθεια για κάποιο πρόσωπο
  2. μου αρέσει κάποιο πράγμα ή κάτι

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία