Δείτε επίσης: σύμμετρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμμετρικός η συμμετρική το συμμετρικό
      γενική του συμμετρικού της συμμετρικής του συμμετρικού
    αιτιατική τον συμμετρικό τη συμμετρική το συμμετρικό
     κλητική συμμετρικέ συμμετρική συμμετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμμετρικοί οι συμμετρικές τα συμμετρικά
      γενική των συμμετρικών των συμμετρικών των συμμετρικών
    αιτιατική τους συμμετρικούς τις συμμετρικές τα συμμετρικά
     κλητική συμμετρικοί συμμετρικές συμμετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμμετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική symétrique < symétrie < αρχαία ελληνική συμμετρία < σύν (συμ-) + μέτρον. Διαφορετικό στην ελληνιστική κοινή συμμετρικός. [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.me.tɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐με‐τρι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

συμμετρικός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική συμμετρικός συμμετρική τὸ συμμετρικόν
      γενική τοῦ συμμετρικοῦ τῆς συμμετρικῆς τοῦ συμμετρικοῦ
      δοτική τῷ συμμετρικ τῇ συμμετρικ τῷ συμμετρικ
    αιτιατική τὸν συμμετρικόν τὴν συμμετρικήν τὸ συμμετρικόν
     κλητική ! συμμετρικέ συμμετρική συμμετρικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ συμμετρικοί αἱ συμμετρικαί τὰ συμμετρικᾰ́
      γενική τῶν συμμετρικῶν τῶν συμμετρικῶν τῶν συμμετρικῶν
      δοτική τοῖς συμμετρικοῖς ταῖς συμμετρικαῖς τοῖς συμμετρικοῖς
    αιτιατική τοὺς συμμετρικούς τὰς συμμετρικᾱ́ς τὰ συμμετρικᾰ́
     κλητική ! συμμετρικοί συμμετρικαί συμμετρικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συμμετρικώ τὼ συμμετρικᾱ́ τὼ συμμετρικώ
      γεν-δοτ τοῖν συμμετρικοῖν τοῖν συμμετρικαῖν τοῖν συμμετρικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμμετρικός < αρχαία ελληνική συμμετρία < σύν (συμ-) + μέτρον

  Επίθετο επεξεργασία

συμμετρικός, -ή, -όν

  Πηγές επεξεργασία