συμβούλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμβούλιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμβούλιον < αρχαία ελληνική συμβουλή / συμβουλία < σύν (συμ-) + βουλή < βούλομαι, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conseil [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siɱˈvu.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βού‐λι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμβούλιο ουδέτερο
- συνάθροιση ατόμων, που έχουν οριστεί ή εκλεγεί, προκειμένου να αποφασίσουν, μετά από συζήτηση, για διάφορα θέματα
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των ατόμων που μετέχουν στη συνάθροιση
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμβούλιο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συμβούλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας