συμβολαιογραφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμβολαιογραφικός < συμβολαιογράφος / συμβολαιογραφία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
συμβολαιογραφικός
- που έχει σχέση με συμβολαιογράφο ή το επάγγελμά του ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) συμβολαιογραφικά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις συμβολαιογράφος, συμβόλαιο, βάλλω και γράφω