Δείτε επίσης: συμβαίνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμβαίνει < αρχαία ελληνική συμβαίνει

  Ρήμα επεξεργασία

συμβαίνει, πρτ.: συνέβαινε, στ.μέλλ.: θα συμβεί, αόρ.: συνέβη, (γ' πρόσωπα ενικού ή πληθυντικού), (απρόσωπο ρήμα)

  1. γίνεται (για ένα γεγονός, πράξη, συμβάν, περιστατικό) απροσδόκητο ή συμπτωματικό
    Δηλαδή πες τα μου απ' την αρχή, πώς ακριβώς συνέβη;
    Τι συμβαίνει εδώ; (τι δεν πάει καλά, τι πάει στραβά ή πάντως με τον υπαινιγμό ότι κάτι δε γίνεται όπως θα έπρεπε)
    Πιστεύουμε ότι αυτά συμβαίνουν πάντα στους άλλους, όμως...
    Μην ανοίγεις την τηλεόραση να πιείς τη μπυρίτσα σου βλέποντας το ματς λες και δεν συνέβη τίποτα
  2. συχνά για δυσάρεστα γεγονότα που ο άνθρωπος αποδίδει στην "κακιά στιγμή", στη μοίρα, στον Θεό, για τα οποία δε θέλει ή δεν μπορεί ή δε συνηθίζει να καταλογίζει ευθύνη στο άτομο
    Το δυστύχημα συνέβη στο διάζωμα...
    -Μα πώς το έκανες αυτό βρ' αδερφέ; Με την κουνιάδα σου; Χάθηκαν οι γυναίκες; -Τι να σου πω... Συνέβη
  3. ουδέτερη χρήση για ενημέρωση
    Τι συμβαίνει στα πέριξ; (τι νέα, τι χαμπάρια, για ενημερώστε με τι τρέχει)
  4. (απρόσωπο): συνέπεσε, έτυχε
    Συνέβη να είμαι εκτάκτως στη δουλειά την Κυριακή όταν πέρασε από το σπίτι κι έτσι δεν τα είπαμε

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμβαίνει < συμβαίνω, γ' πρόσωπο ("συμβαδίζω, συναντώ, συμπίπτω")

  Ρήμα επεξεργασία

συμβαίνει και γενικά το συμβαίνω σε γ΄ πρόσωπο σε διάφορους χρόνους και εγκλίσεις κυρίως ως απρόσωπο

  1. αν κάτι τύχει (κακό)
    ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πρὸς τοὺς πλουσίους... οὓς ἂν αὐτοὶ βούλωνται, δίδονται, καὶ τἀδικήμαθ᾽ ἕωλα τὰ τούτων ὡς ὑμᾶς καὶ ψύχρ᾽ ἀφικνεῖται, τῶν δ᾽ ἄλλων ἡμῶν ἕκαστος, ἄν τι συμβῇ, πρόσφατος κρίνεται : οι πλούσιοι.. διαλέγουν πότε θα δικαστούν και τα αδικήματα σας σερβίρονται μπαγιάτικα και ψυχρά, αλλά αν συμβεί κάτι σε εμάς <τους υπόλοιπους> αναγκαστικά δικαζόμαστε αμέσως <με το αδίκημα νωπό>
  2. συμπίπτει, τυχαίνει, γίνεται όταν,
    ὅτι πεπορισμένου τοῦ ἀργυρίου ὃ ἔμελλον αὐτῷ ἐκτίνειν συμβέβηκέ μοι τριηραρχία : και πάνω που είχα μαζέψει τα λεφτά για να του τα δώσω, μου έλαχε τριηραρχία
    καὶ αὐτῷ φεύγοντι Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι τεθρίππῳ συνέβη : και την εποχή που ήταν καταδικασμένος σε εξορία, είχε νικήσει στην Ολυμπιάδα στο τέθριππο
  3. μου συμβαίνει ατυχία ή κάτι τυχερό, πέφτει στον κλήρο μου, μου τυχαίνει, με βρίσκει
    τὰ δ᾽ αὖ Διὸς βουλεύματ᾽ ἄλλα τοῖσδε συμβαίνει κακοῖς: και μετά ο Δίας με τα σχέδιά του πρόσθεσε κι άλλους μπελάδες
    ἐὰν μὴ θεία τις συμβῇ τύχη : εκτός κι αν έχουμε θεία παρέμβαση, θεϊκή συγκυρία
  4. όταν έρθει η ώρα
    εἴτ᾽ αὖ καὶ ἀποχωρεῖν καιρὸς συμβαίνοι, φρονίμως ἀφηγούμενος μᾶλλον ἄν, ὡς τὸ εἰκός, σῴζοι τοὺς φυλέτα.  : κι αν έρθει η ώρα να αποχωρήσει, με φρόνηση θα...
  5. είμαι το αποτέλεσμα μιας ενέργειας, το επακόλουθο
    οἱ μὲν τὰ σώματα χείρω ἔχωσι δαπανῶντες ἐς τοιαῦτα ἀφ᾽ ὧν ἡ ἀσθένεια ξυμβαίνει : θα έφθειραν τον οργανισμό τους γιατί θα ξόδευαν τα λεφτά τους σε εκείνα που προκαλούν ασθένειες

Συγγενικά επεξεργασία