Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συλλαμβάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συλλαμβάνω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε συλ- + λαμβάνω

  Ρήμα επεξεργασία

συλλαμβάνω, αόρ.: συνέλαβα, παθ.φωνή: συλλαμβάνομαι, π.αόρ.: συλλήφθηκα/συνελήφθην

  1. πιάνω κάποιον ύποπτο ή κατηγορούμενο για παράνομη πράξη και τον εμποδίζω να φύγει για να τον οδηγήσω στο αστυνομικό τμήμα ή στη φυλακή
    η αστυνομία συνέλαβε τον ύποπτο μετά από τηλεφώνημα αγνώστου
  2. (για μηχανήματα) αντιλαμβάνομαι σήματα
    αυτή η συσκευή καταγραφής συλλαμβάνει και τον απειροελάχιστο ψίθυρο
  3. καθίσταμαι έγκυος
    μερικές γυναίκες δεν μπορούν να συλλάβουν, ενώ δεν έχουν παθολογικό πρόβλημα
  4. κατανοώ
    κάποια πράγματα δεν μπορεί να τα συλλάβει ο ανθρώπινος νους
  5. (μεταφορικά) εμφανίζεται στο νου μου μια παράσταση ή μια ιδέα
    τυχαία περιστατικά μπορεί να κάνουν έναν επιστήμονα να συλλάβει μια σπουδαία ιδέα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συλλαμβάνω < συλ- + λαμβάνω

  Ρήμα επεξεργασία

συλλαμβάνω

  1. συμμαζεύω, συγκεντρώνω μαζί διάφορα πράγματα
  2. παίρνω μαζί, αποκομίζω
  3. (για ομιλία) περιλαμβάνω
  4. συνδυάζω κατά την εκφώνηση

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία