συλλαβικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συλλαβικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
συλλαβικός
- σχετικός με τη συλλαβή
- (γραμματική) που αφορά στην προσθήκη μιας συλλαβής
- τα ρήματα που αρχίζουν από σύμφωνο παίρνουν στους παρελθοντικούς χρόνους συλλαβική αύξηση
- χαρακτηρισμός συστημάτων γραφής στα οποία κάθε σύμβολο αντιστοιχεί σε μία συλλαβή
- η γραμμική Β είναι η ελληνκή συλλαβική γραφή των μυκηναϊκών χρόνων
- (γραμματική) που αφορά στην προσθήκη μιας συλλαβής
Μεταφράσεις επεξεργασία
συλλαβικός