Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συλλαβικός η συλλαβική το συλλαβικό
      γενική του συλλαβικού της συλλαβικής του συλλαβικού
    αιτιατική τον συλλαβικό τη συλλαβική το συλλαβικό
     κλητική συλλαβικέ συλλαβική συλλαβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συλλαβικοί οι συλλαβικές τα συλλαβικά
      γενική των συλλαβικών των συλλαβικών των συλλαβικών
    αιτιατική τους συλλαβικούς τις συλλαβικές τα συλλαβικά
     κλητική συλλαβικοί συλλαβικές συλλαβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συλλαβικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

συλλαβικός

  • σχετικός με τη συλλαβή
    1. (γραμματική) που αφορά στην προσθήκη μιας συλλαβής
      τα ρήματα που αρχίζουν από σύμφωνο παίρνουν στους παρελθοντικούς χρόνους συλλαβική αύξηση
    2. χαρακτηρισμός συστημάτων γραφής στα οποία κάθε σύμβολο αντιστοιχεί σε μία συλλαβή
      η γραμμική Β είναι η ελληνκή συλλαβική γραφή των μυκηναϊκών χρόνων

  Μεταφράσεις επεξεργασία