Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συλλέκτης οι συλλέκτες
      γενική του συλλέκτη των συλλεκτών
    αιτιατική τον συλλέκτη τους συλλέκτες
     κλητική συλλέκτη συλλέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συλλέκτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συλλέκτης
(για τον άνθρωπο) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική collectionneur
(για το αντικείμενο) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική collecteur[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈle.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συλ‐λέ‐κτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συλλέκτης αρσενικό (θηλυκό συλλέκτρια)

  1. κάτι ή κάποιος που συλλέγει
    • πρόσωπο που μαζεύει πράγματα
      • (επάγγελμα) επαγγελματικά
        συλλέκτης καρπών
      • ερασιτεχνικά ή για χόμπι
        συλλέκτης δίσκων βινυλίου
    • αντικείμενο ή μηχανισμός που χρησιμοποιείται για συλλογή
    ηλιακός συλλέκτης
    συλλέκτης λυμάτων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία