Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγχρονικός η συγχρονική το συγχρονικό
      γενική του συγχρονικού της συγχρονικής του συγχρονικού
    αιτιατική τον συγχρονικό τη συγχρονική το συγχρονικό
     κλητική συγχρονικέ συγχρονική συγχρονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγχρονικοί οι συγχρονικές τα συγχρονικά
      γενική των συγχρονικών των συγχρονικών των συγχρονικών
    αιτιατική τους συγχρονικούς τις συγχρονικές τα συγχρονικά
     κλητική συγχρονικοί συγχρονικές συγχρονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγχρονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική synchronique < synchrone(e) (σύγχρον(ος)) + -ique (-ικός)

  Επίθετο επεξεργασία

συγχρονικός

  1. που συμπίπτει χρονικά, ο συγχρονισμένος
  2. που τεκμαίρεται ή προκύπτει με αναγωγή στο παρόν/τώρα/σήμερα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία