Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκεκριμενοποιώ < συγκεκριμένος + ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

συγκεκριμενοποιώ

  • καθιστώ κάτι απόλυτα συγκεκριμένο, σαφέστερο, ειδικότερο, εντός ενός χρονικού, ποσοτικού ή οτιδήποτε άλλου ορίου ή πλαισίου
    Καλή η ιδέα σας σε γενικές γραμμές, αλλά πρέπει να τη συγκεκριμενοποιήσετε

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία