Δείτε επίσης: συγγενοῦς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

συγγενούς

  1. γενική ενικού του συγγενής αρσενικό ή θηλυκό
  2. γενική ενικού του συγγενές, ουδέτερο του συγγενής

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

συγγενούς αρσενικό ή θηλυκό