συγγενικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγγενικός < αρχαία ελληνική συγγενικός < συγγενής + ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.ɟe.niˈkos/ ή /si.ŋɟe.niˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /si.ɟe.niˈci/ ή /si.ŋɟe.niˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /si.ɟe.niˈko/ ή /si.ŋɟe.niˈko/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
συγγενικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με συγγενή ή συγγένεια
- συγγενική σχέση
- που αποτελείται από συγγενείς
- συγγενική συνάθροιση
- (μεταφορικά) που συγγενεύει, που έχει κοινή προέλευση ή κοινά χαρακτηριστικά με κάτι άλλο
- συγγενικές γλώσσες, συγγενική ιδεολογία