Δείτε επίσης: συγγενείς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγγενής η συγγενής το συγγενές
      γενική του συγγενούς* της συγγενούς του συγγενούς
    αιτιατική τον συγγενή τη συγγενή το συγγενές
     κλητική συγγενή(ς) συγγενής συγγενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγγενείς οι συγγενείς τα συγγενή
      γενική των συγγενών των συγγενών των συγγενών
    αιτιατική τους συγγενείς τις συγγενείς τα συγγενή
     κλητική συγγενείς συγγενείς συγγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Δείτε και την κλίση των ουσιαστικοποιημένων.
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγγενής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική συγγενής[1] < (σύν) συγ- + -γενής (γένος (που είναι από το ίδιο γένος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siŋ.ɟeˈnis/ ή /si.ɟeˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγ‐γε‐νής

  Επίθετο επεξεργασία

συγγενής, -ής, -ές

  1. που προέρχεται από το ίδιο γένος
  2. (κατ’ επέκταση) που συγγενεύει, που έχει κοινή προέλευση ή κοινά χαρακτηριστικά
    συγγενείς γλώσσες, συγγενής ιδεολογία
     συνώνυμα: ομοειδής, παραπλήσιος, παρόμοιος
  3. που είναι χαρακτηριστικός ενός συνόλου (ανθρώπου, κατάστασης, πράγματος)
     συνώνυμα: έμφυτος, σύμφυτος
  4. (ιατρική) οι εκ γενετής παθήσεις ή ανωμαλίες, αυτές δηλαδή που υπάρχουν από τη γέννηση και δεν είναι επίκτητες
    συγγενείς ασθένειες

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συγγενής οι συγγενείς
      γενική του
του/της
συγγενή
συγγενούς
των συγγενών
    αιτιατική τον/τη συγγενή τους/τις συγγενείς
     κλητική συγγενή συγγενείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού,
σε -ους, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «συγγενής».
Δείτε και την κλίση του επιθέτου.
Κατηγορία όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

συγγενής αρσενικό ή θηλυκό και προφορικό θηλυκό συγγένισσα

  • πρόσωπο που συνδέεται με κάποιο άλλο μέσω βιολογικής (εξ αίματος) ή θεσμικής σχέσης (συγγένειας)
    Κάλεσα στα γενέθλιά μου πολλούς συγγενείς.

Εκφράσεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη γένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγγενής < (σύν) συγ- + -γενής (γένος (που είναι από το ίδιο γένος)
Και (ουσιαστικοποιημένο)

  Επίθετο επεξεργασία

συγγενής, -ής, -ές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγγενής αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία