στρυχνίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στρυχνίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική strychnine < αρχαία ελληνική στρύχνος + -ίνη
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1842
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /stɾiˈxni.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρυ‐χνί‐νη
Ουσιαστικό επεξεργασία
στρυχνίνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (φαρμακευτική) τοξική αλκαλική ουσία που εκχυλίζεται από το φυτό στρύχνος· σε μικρές δόσεις λειτουργεί σα διεγερτικό, αλλά είναι ένα από τα πιο γνωστά δηλητήρια που δρα στο κεντρικό νευρικό σύστημα, προκαλώντας σπασμούς και θάνατο
Μεταφράσεις επεξεργασία
στρυχνίνη