Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρούντελ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Strudel

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈstɾu.del/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρού‐ντελ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Στρούντελ με γέμιση μήλου

στρούντελ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία