Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρατόσφαιρα οι στρατόσφαιρες
      γενική της στρατόσφαιρας των στρατοσφαιρών
    αιτιατική τη στρατόσφαιρα τις στρατόσφαιρες
     κλητική στρατόσφαιρα στρατόσφαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατόσφαιρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stratosphère < λατινική stratus (έκταση) + αρχαία ελληνική σφαῖρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρατόσφαιρα θηλυκό

  • η ανώτερη ζώνη της ατμόσφαιρας· διαδέχεται την τροπόπαυση και εκτείνεται από ύψος περίπου 10 χλμ μέχρι ύψους 50-55 χλμ από την επιφάνεια της γης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία