Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατεύομαι
Η μεταφορική σημασία < ελληνιστική κοινή φράση στρατευόμενοι εἰς Χριστόν[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾaˈte.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐τεύ‐ο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

στρατεύομαι, π.πρτ.: στρατευόμουν, π.αόρ.: στρατεύτηκα, μτχ.π.π.: στρατευμένος

  1. καλούμαι να καταταγώ στο στρατό
  2. έχω την υποχρέωση να υπηρετήσω στο στρατό
  3. (μεταφορικά) αφοσιώνομαι και δραστηριοποιούμαι για την επικράτηση μιας ιδεολογίας

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη στρατός

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία