Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στοιχειώδης η στοιχειώδης το στοιχειώδες
      γενική του στοιχειώδους της στοιχειώδους του στοιχειώδους
    αιτιατική τον στοιχειώδη τη στοιχειώδη το στοιχειώδες
     κλητική στοιχειώδη(ς) στοιχειώδης στοιχειώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στοιχειώδεις οι στοιχειώδεις τα στοιχειώδη
      γενική των στοιχειωδών των στοιχειωδών των στοιχειωδών
    αιτιατική τους στοιχειώδεις τις στοιχειώδεις τα στοιχειώδη
     κλητική στοιχειώδεις στοιχειώδεις στοιχειώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στοιχειώδης < αρχαία ελληνική στοιχειώδης < στοιχεῖον < στοῖχος < πρωτοελληνική *stóikʰos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stóygʰ-os < *steygʰ- (πηγαίνω) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική élémentaire[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sti.çiˈo.ðis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /sti.çiˈo.ðes/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

στοιχειώδης, -ης, -ες

  1. ο ελάχιστος αναγκαίος, βασικός, θεμελιώδης
    πολλά παιδιά στον πλανήτη μας δεν απολαμβάνουν τα στοιχειώδη αγαθά που μπορούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους για επιβίωση
  2. που αποτελεί τη βάση μιας γνωστικής ή εκπαιδευτικής δομής
    η στοιχειώδης εκπαίδευση, το δημοτικό σχολείο παρέχει τις στοιχειώδεις γνώσεις γραφής, ανάγνωσης και αρίθμησης
  3. ελάχιστος και μη επαρκής
    πώς να μιλήσω στους Εγγλέζους με τα στοιχειώδη αγγλικά μου;
  4. για τα θεμελιώδη υποατομικά σωματίδια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία