Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στοιχειακός η στοιχειακή το στοιχειακό
      γενική του στοιχειακού της στοιχειακής του στοιχειακού
    αιτιατική τον στοιχειακό τη στοιχειακή το στοιχειακό
     κλητική στοιχειακέ στοιχειακή στοιχειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στοιχειακοί οι στοιχειακές τα στοιχειακά
      γενική των στοιχειακών των στοιχειακών των στοιχειακών
    αιτιατική τους στοιχειακούς τις στοιχειακές τα στοιχειακά
     κλητική στοιχειακοί στοιχειακές στοιχειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στοιχειακός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

στοιχειακός

  Μεταφράσεις επεξεργασία