στιγματισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στιγματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στιγματίζω
Μετοχή επεξεργασία
στιγματισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη στιγματίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
στιγματισμένος
στιγματισμένος, -η, -ο