Δείτε επίσης: στερῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στερώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στερῶ, συνηρημένος τύπος του στερέω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /steˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐ρώ

  Ρήμα επεξεργασία

στερώ, -είς..., αόρ.: στέρησα, παθ.φωνή: στερούμαι, π.αόρ.: στερήθηκα, μτχ.π.π.: στερημένος

  • αφαιρώ από κάποιον ή κάτι ένα στοιχείο που θεωρείται απαραίτητο
    Η κυβέρνηση στερεί από τους εργαζόμενους τα δικαιώματά τους.

Συγγενικά επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία