Δείτε επίσης: Στενή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στενή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου στενός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /steˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐νή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στενή θηλυκό

  1. (αργκό) η φυλακή
    τον χώσανε στη στενή
    έκανε δυο χρόνια στη στενή
  2. (αργκό) το κρατητήριο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

στενή

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία