Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στατικός η στατική το στατικό
      γενική του στατικού της στατικής του στατικού
    αιτιατική τον στατικό τη στατική το στατικό
     κλητική στατικέ στατική στατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στατικοί οι στατικές τα στατικά
      γενική των στατικών των στατικών των στατικών
    αιτιατική τους στατικούς τις στατικές τα στατικά
     κλητική στατικοί στατικές στατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στατικός < αρχαία ελληνική στατικός < ἵστημι

  Επίθετο επεξεργασία

στατικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη στάση, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που βρίσκεται σε ακινησία ή την προκαλεί
     συνώνυμα: στάσιμος, ακίνητος
     αντώνυμα: (κινητικός), κινούμενος
  3. (αρχιτεκτονική) που έχει σχέση με τη στατική ή τη στατικότητα ενός οικοδομήματος ή αναφέρεται σ’ αυτή
  4. που δεν περιλαμβάνει το στοιχείο του χρόνου, δηλαδή δε μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου
  5. (προγραμματισμός) αυτό που καθορίζεται πριν την μεταγλώττιση και δεν μεταβάλλεται κατά την διάρκεια της εκτέλεσης ενός προγράμματος (runtime), όπως ο ορισμός του τύπου μιας μεταβλητής (variable)
    → δείτε τις λέξεις στατική μεταβλητή κλάσης και στατική μέθοδος
  6. (προγραμματισμός) η στατική μεταβλητή ή γενικότερα η στατική δομή δεδομένων για την οποία δεσμεύεται χώρος στην κεντρική μνήμη κατά το μεταγλώττιση και δεν μεταβάλλεται κατά την διάρκεια της εκτέλεσης
    Παράδειγμα ένας μονοδιάστατος πίνακας που συνήθως έχει σταθερό μέγεθος
    Αντώνυμα: μη στατικός, δυναμικός

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία