Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στασιαστής οι στασιαστές
      γενική του στασιαστή των στασιαστών
    αιτιατική τον στασιαστή τους στασιαστές
     κλητική στασιαστή στασιαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στασιαστής < λείπει η ετυμολογία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sta.si.aˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στα‐σι‐α‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στασιαστής αρσενικό

  • αυτός που συμμετέχει σε στάση, που στασιάζει, που αμφισβητεί τη νόμιμη εξουσία ή αρχή ή την διεκδικεί από το νόμιμο κάτοχό της
    Οι στασιαστές απομόνωσαν στο αμπάρι τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος που έμειναν πιστοί στον πλοίαρχο.
    Ο διάδοχος του θρόνου δολοφονήθηκε από έναν στασιαστή, ο οποίος βασίλεψε για ένα μόλις μήνα προτού ανατραπεί από το εξεγερμένο πλήθος.

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στασιαστής οἱ στασιασταί
      γενική τοῦ στασιαστοῦ τῶν στασιαστῶν
      δοτική τῷ στασιαστ τοῖς στασιασταῖς
    αιτιατική τὸν στασιαστήν τοὺς στασιαστᾱ́ς
     κλητική ! στασιαστᾰ́ στασιασταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στασιαστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  στασιασταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία