στάβλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στάβλος | οι | στάβλοι |
γενική | του | στάβλου | των | στάβλων |
αιτιατική | τον | στάβλο | τους | στάβλους |
κλητική | στάβλε | στάβλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στάβλος < ελληνιστική κοινή στάβλος (αρσενικό) < στάβλον (ουδέτερο) < λατινική stabulum < sto + -bulum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steh₂-
Ουσιαστικό επεξεργασία
στάβλος αρσενικό
- σκεπασμένος χώρος με ειδικές εγκαταστάσεις που χρησιμοποιείται σαν κατάλυμα για ζώα
- (μεταφορικά) πολύ βρόμικο δωμάτιο ή χώρος
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- Στάβλοι (τοπωνύμιο)