Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπονδυλωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπονδυλωτ
ός
η
σπονδυλωτ
ή
το
σπονδυλωτ
ό
γενική
του
σπονδυλωτ
ού
της
σπονδυλωτ
ής
του
σπονδυλωτ
ού
αιτιατική
τον
σπονδυλωτ
ό
τη
σπονδυλωτ
ή
το
σπονδυλωτ
ό
κλητική
σπονδυλωτ
έ
σπονδυλωτ
ή
σπονδυλωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπονδυλωτ
οί
οι
σπονδυλωτ
ές
τα
σπονδυλωτ
ά
γενική
των
σπονδυλωτ
ών
των
σπονδυλωτ
ών
των
σπονδυλωτ
ών
αιτιατική
τους
σπονδυλωτ
ούς
τις
σπονδυλωτ
ές
τα
σπονδυλωτ
ά
κλητική
σπονδυλωτ
οί
σπονδυλωτ
ές
σπονδυλωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπονδυλωτός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
σπονδυλωτός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπονδυλωτός
αγγλικά
:
vertebrate
(en)
γαλλικά
:
vertébré
(fr)