σπίρτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπίρτο | τα | σπίρτα |
γενική | του | σπίρτου | των | σπίρτων |
αιτιατική | το | σπίρτο | τα | σπίρτα |
κλητική | σπίρτο | σπίρτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπίρτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική spirito (οινόπνευμα, πνεύμα) [1] < λατινική spiritus
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπίρτο ουδέτερο
- μικρό επίμηκες κομμάτι ξύλο ή χαρτόνι που στη μιά του άκρη είναι καλυμμένο με εύφλεκτη ουσία και χρησιμοποιείται για το άναμμα φωτιάς
- το οινόπνευμα
- το υδροχλωρικό οξύ (HCl)
- (μεταφορικά) πολύ έξυπνος άνθρωπος
- αυτό το παιδί είναι σπίρτο!
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σπίρτο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομμάτι ξύλο για το άναμμα φωτιάς
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σπίρτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας