Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκόρδο τα σκόρδα
      γενική του σκόρδου των σκόρδων
    αιτιατική το σκόρδο τα σκόρδα
     κλητική σκόρδο σκόρδα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκόρδο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκόρδον < αρχαία ελληνική σκόροδον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈskoɾ.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκόρ‐δο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκόρδο ουδέτερο

 
άνθος σκόρδου
 
2 κεφάλια (το ένα ολόκληρο) και 2 σκελίδες σκόρδου
  1. (φυτό) φυτό του γένους Allium, με βολβοειδή ρίζα, που έχει έντονη μυρωδιά και χρησιμοποιείται ευρέως στη μαγειρική (επιστημονική ονομασία:Allium sativum)
  2. (λαχανικό) o βολβός του φυτού αυτού που χρησιμοποιείται στη μαγειρική για την έντονη μυρωδιά του και τη χαρακτηριστική του καυστική γεύση

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία