σκόρδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκόρδο | τα | σκόρδα |
γενική | του | σκόρδου | των | σκόρδων |
αιτιατική | το | σκόρδο | τα | σκόρδα |
κλητική | σκόρδο | σκόρδα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκόρδο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκόρδον < αρχαία ελληνική σκόροδον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈskoɾ.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκόρ‐δο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκόρδο ουδέτερο
- (φυτό) φυτό του γένους Allium, με βολβοειδή ρίζα, που έχει έντονη μυρωδιά και χρησιμοποιείται ευρέως στη μαγειρική (επιστημονική ονομασία:Allium sativum)
- (λαχανικό) o βολβός του φυτού αυτού που χρησιμοποιείται στη μαγειρική για την έντονη μυρωδιά του και τη χαρακτηριστική του καυστική γεύση
Εκφράσεις επεξεργασία
- σκόρδο! (ή σκόρδα! ή φτου, σκόρδο! ή φτου σκόρδα!) συνήθως ακολουθούμενο από τη φράση να μη σε ματιάσω: για να αποτραπεί η βασκανία σε περιπτώσεις μεγάλου θαυμασμού
- φτού σκόρδα
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σκόρδο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκόρδο
|