Δείτε επίσης: σκοῦρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκούρος η σκούρα το σκούρο
      γενική του σκούρου της σκούρας του σκούρου
    αιτιατική τον σκούρο τη σκούρα το σκούρο
     κλητική σκούρε σκούρα σκούρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκούροι οι σκούρες τα σκούρα
      γενική των σκούρων των σκούρων των σκούρων
    αιτιατική τους σκούρους τις σκούρες τα σκούρα
     κλητική σκούροι σκούρες σκούρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκούρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκοῦρος < ιταλική scuro < oscuro < λατινική obscūrus (σκοτεινός, σκιερός)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsku.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκού‐ρος
παρώνυμα: Σκούρας, Σγούρος

  Επίθετο επεξεργασία

σκούρος

Εκφράσεις επεξεργασία

  • σκούρα τα πράγματα!
  • τα βλέπω σκούρα
  • τα βρίσκω σκούρα: βρίσκω δυσκολίες

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.