σκουπίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκουπίδι | τα | σκουπίδια |
γενική | του | σκουπιδιού | των | σκουπιδιών |
αιτιατική | το | σκουπίδι | τα | σκουπίδια |
κλητική | σκουπίδι | σκουπίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκουπίδι < σκουπ(ίζω) + -ίδι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skuˈpi.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκου‐πί‐δι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκουπίδι ουδέτερο
- άχρηστο αντικείμενο που πρέπει να πεταχτεί, να αποβληθεί
- (μεταφορικά) αντικείμενο χαμηλής ποιότητας
- (μειωτικό) ανόητος ή κακοήθης άνθρωπος
Συγγενικά επεξεργασία
με σκουπιδ-
→ και δείτε τη λέξη σκούπα