Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκουπίδι τα σκουπίδια
      γενική του σκουπιδιού των σκουπιδιών
    αιτιατική το σκουπίδι τα σκουπίδια
     κλητική σκουπίδι σκουπίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουπίδι < σκουπ(ίζω) + -ίδι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skuˈpi.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκου‐πί‐δι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκουπίδι ουδέτερο

  1. άχρηστο αντικείμενο που πρέπει να πεταχτεί, να αποβληθεί
     συνώνυμα: απόρριμμα, απόβλητο, για σκουπίδια από σκούπισμα → δείτε τη λέξη φρόκαλο
  2. (μεταφορικά) αντικείμενο χαμηλής ποιότητας
  3. (μειωτικό) ανόητος ή κακοήθης άνθρωπος

Συγγενικά επεξεργασία

με σκουπιδ-

→ και δείτε τη λέξη σκούπα

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία