Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοτούρα οι σκοτούρες
      γενική της σκοτούρας
    αιτιατική τη σκοτούρα τις σκοτούρες
     κλητική σκοτούρα σκοτούρες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκοτούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκοτούρα < σκότος + -ούρα [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skoˈtu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκο‐τού‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκοτούρα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία