σκορπιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκορπιός | οι | σκορπιοί |
γενική | του | σκορπιού | των | σκορπιών |
αιτιατική | τον | σκορπιό | τους | σκορπιούς |
κλητική | σκορπιέ | σκορπιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκορπιός < αρχαία ελληνική σκορπίος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skoɾˈpçios/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκορ‐πιός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκορπιός αρσενικό
- (ζώο) μικρό αρθρόποδο που συγγενεύει με την αράχνη και ζει στα θερμά κλίματα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι τα δύο εμπρόσθια άκρα, που έχουν σχήμα τανάλιας, και η μεγάλη αρθρωτή ουρά με δηλητηριώδες κεντρί στην άκρη της
- (ιχθυολογία, ψάρι) ψάρι που συγγενεύει με τη σκορπίνα, αλλά έχει μικρότερο μέγεθος
- (μεταφορικά) άνθρωπος δηκτικός και πικρόχολος
- (ναυτικός όρος) δοκάρι υψηλής αντοχής του σκελετού των πλοίων από ξύλο ή σίδερο[1]
- (οπλισμός, ιστορία)) μικρή πολεμική μηχανή που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι και έμοιαζε με βαλλίστρα
- (αστρολογία) → δείτε τη λέξη Σκορπιός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκορπιός
Αναφορές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σκορπιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκορπιός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)