Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκίουρος οι σκίουροι
      γενική του σκίουρου των σκίουρων
    αιτιατική τον σκίουρο τους σκίουρους
     κλητική σκίουρε σκίουροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκίουρος < από το σκιά και το ουρά, καθώς στην αρχαιότητα, θεωρούσαν ότι η ουρά του σκίουρου χρησίμευε πρωτίστως για να δημιουργεί σκιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Ένας σκίουρος.

σκίουρος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Υποκοριστικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία