σκέπτομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκέπτομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκέπτομαι.[1] Συγκρίνετε με το σκέφτομαι.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsce.pto.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκέ‐πτο‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
σκέπτομαι, αόρ.: σκέφτηκα, μτχ.π.ε.: σκεπτόμενος (αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο) άλλη μορφή του σκέφτομαι
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη σκέφτομαι για θέμα σκεπτ- & σκεφτ-
Σύνθετα επεξεργασία
Σύνθετα του ρήματος, και δείτε τα συγγενικά τους
Κλίση επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σκέπτομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | σκέπτομαι | |
Παρατατικός | ἐσκεπτόμην | |
Μέλλοντας | σκέψομαι | |
Αόριστος | ἐσκεψάμην | |
Παρακείμενος | ἔσκεμμαι | |
Υπερσυντέλικος | ἐσκέμμην | |
Συντελ.Μέλλ. | - |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκέπτομαι < πρωτοελληνική *sképťomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skep-ye- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḱep- από μετάθεση της ρίζας *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ) [1]
Ρήμα επεξεργασία
σκέπτομαι
Συγγενικά επεξεργασία
θέμα με σκοπ- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḱop-
- → δείτε τη λέξη σκοπός
θέμα με σκεπ- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḱep- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Σημειώσεις επεξεργασία
- Στους αττικούς συγγραφείς ο ενεστώτας και ο παρατατικός αντικαθίστανται από το σκοπέω, ῶ και σκοπέομαι, οῦμαι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- σκέπτομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκέπτομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.