σκάφανδρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκάφανδρο | τα | σκάφανδρα |
γενική | του | σκάφανδρου & σκαφάνδρου |
των | σκάφανδρων & σκαφάνδρων |
αιτιατική | το | σκάφανδρο | τα | σκάφανδρα |
κλητική | σκάφανδρο | σκάφανδρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκάφανδρο < (μαρτυρείται από το 1886) λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική scaphandre < σκάφη + ἀνήρ. Η γαλλική λέξη επινοήθηκε το 1775 από τον αββά Jean-Baptiste de La Chapelle.
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκάφανδρο ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σκάφανδρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκάφανδρο