Δείτε: σίγα, σῖγα, σιγά, σιγᾷ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐γά
τονικό παρώνυμο: σίγα!

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιγά < μεσαιωνική ελληνική *σιγά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σιγῇ, επίρρημα (η δοτική ενικού του σιγή) με τροπή του τελικού -η σε -ά όπως τα άλλα επιρρήματα[1]

  Επίρρημα επεξεργασία

σιγά

  1. αργά, με μικρή ταχύτητα
  2. σιγανά, χωρίς να ακούγεται δυνατός ήχος

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιγά