σεξουαλικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεξουαλικά < σεξουαλικ(ός) + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
σεξουαλικά
- με σεξουαλικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σεξουαλικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σεξουαλικός