Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σεληνόφως τα σεληνόφωτα
      γενική του σεληνόφωτος των σεληνοφώτων
    αιτιατική το σεληνόφως τα σεληνόφωτα
     κλητική σεληνόφως σεληνόφωτα
Ποιητικός ο πληθυντικός.
Συγκρίνετε με την κλίση για το σεληνόφωτο.
Κατηγορία όπως «αεριόφως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεληνόφως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σεληνόφως < σελήν(η) + -ό- φῶς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /se.liˈno.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐λη‐νό‐φως

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεληνόφως ουδέτερο

  • το φως της σελήνης
    Η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» είναι γνωστό ποίημα του Γιάννη Ρίτσου.
    η σονάτα «υπό το σεληνόφως» του Μπετόβεν (Beethoven)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία